DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34563 entries)
dustproof μηχανή ανθεκτική σε σκόνη
dutch ολλανδική
dutch ολλανδικό
dutch ολλανδικός
Dutch Language Union Ένωση ολλανδικής γλώσσας
Dutch State Ολλανδικό Κράτος
dutiable value δασμολογητέα αξία
duties and powers attaching to each basic post καθήκοντα και αρμοδιότητες για κάθε θέση-τύπο
duties applied in practice πράγματι εγαρμοζόμενος δασμός
duties of committees καθήκοντα των επιτροπών
duty to act in good faith καθήκον πίστεως
duty travel allowance επίδομα μετακίνησης
duty uniform στολή εργασίας
duty-free parcel δέμα αφορολόγητων ειδών
dwelling construction κατασκευή κατοικιών
dyed που έχει αποχρωματιστεί
dyke ανάχωμα
dyke πρόχωμα
dymny pistol πιστόλι που παράγει μόνο κρότο
dynamic δυναμική